συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… … Dictionary of Greek
συγκατοικίζετε — συγκατοικίζω colonize jointly pres imperat act 2nd pl συγκατοικίζω colonize jointly pres ind act 2nd pl συγκατοικίζω colonize jointly pres imperat act 2nd pl συγκατοικίζω colonize jointly pres ind act 2nd pl συγκατοικίζω colonize jointly imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκατοικίσαι — συγκατοικίζω colonize jointly aor inf act ξυγκατοικίσαῑ , συγκατοικίζω colonize jointly aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατοικισθεῖσα — συγκατοικίζω colonize jointly aor part pass fem nom/voc sg συγκατοικίζω colonize jointly aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατοικισθέντας — συγκατοικίζω colonize jointly aor part pass masc acc pl συγκατοικίζω colonize jointly aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατοικισθέντες — συγκατοικίζω colonize jointly aor part pass masc nom/voc pl συγκατοικίζω colonize jointly aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατοικίζειν — συγκατοικίζω colonize jointly pres inf act (attic epic) συγκατοικίζω colonize jointly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατοικίζεις — συγκατοικίζω colonize jointly pres ind act 2nd sg συγκατοικίζω colonize jointly pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατοικίζοντος — συγκατοικίζω colonize jointly pres part act masc/neut gen sg συγκατοικίζω colonize jointly pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατοικίζουσαι — συγκατοικίζω colonize jointly pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) συγκατοικίζω colonize jointly pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)